Το κάταγμα ισχίου αποτελεί παραδοσιακά ένα από τα πιο μεγάλα φόβητρα για τα άτομα της τρίτης ηλικίας. Και αυτό όχι μόνο λόγω του κινδύνου αναπηρίας ή δυσκολίας στη βάδιση που αυτά συνεπάγονται, αλλά και μιας σειράς συνακόλουθων επιπλοκών που ενίοτε αποδεικνύονται μοιραίες.
Πλέον, όμως, χάρη σε σύγχρονες χειρουργικές τεχνικές ελάχιστης επεμβατικότητας που χρησιμοποιούν εξελιγμένα εμφυτεύματα, οι κίνδυνοι από τα κατάγματα ισχίου περιορίζονται σημαντικά, εφόσον υπάρξει άμεση και εξειδικευμένη αντιμετώπισή τους.
Τι είναι τα κατάγματα ισχίου;
Τα κατάγματα ισχίου συνήθως προκαλούνται μετά από πτώση ή άσκηση βίας στο εξωτερικό μέρος του ισχίου.
Η οστεοπόρωση και η κακοήθεια (καρκίνος) είναι επίσης αιτίες που μειώνουν την οστική πυκνότητα και καθιστούν το ισχίο ευάλωτο.
Συνεπώς, τα κατάγματα ισχίου συναντώνται κατά κανόνα σε ηλικιωμένους ασθενείς, ενώ σε νεαρές ηλικίες προκαλούνται έπειτα από κάποιο σοβαρό ατύχημα.
Τα κατάγματα ισχίου διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, τα υποκεφαλικά, τα διατροχαντήρια και το υποτροχαντήρια.
Ποια είναι τα συνήθη συμπτώματα;
Τα συμπτώματα του κατάγματος ισχίου είναι τα εξής:
- Πόνος στην εξωτερική επιφάνεια του ισχίου και στη βουβωνική περιοχή, που επιδεινώνεται, όσο ο ασθενής προσπαθεί να κάνει κάμψη ή στροφή του ισχίου
- Αδυναμία κίνησης, ορθοστάτησης, βάδισης
- Μώλωπες
- Παραμόρφωση του ποδιού, το πόδι δείχνει πιο κοντό και με εξωτερική στροφή
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση του κατάγματος ισχίου πραγματοποιείται με βάση την κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με τις ακτινογραφίες λεκάνης και μηριαίου ή/και αν ο γιατρός κρίνει απαραίτητο, σπάνια πάντως, με τη χρήση μαγνητικής ή αξονικής τομογραφίας.
Ποιοι είναι οι μέθοδοι θεραπείας;
Ο χειρουργός ορθοπαιδικός προτείνει την πιο αποτελεσματική θεραπεία λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη θέση του κατάγματος, την ηλικία, την κατάσταση της υγείας, καθώς και το ιατρικό ιστορικό του ασθενή.
Στην συντριπτική πλειοψηφία τα κατάγματα ισχίου αντιμετωπίζονται με χειρουργική θεραπεία.
Στην περίπτωση συγκεκριμένων καταγμάτων που θεωρούνται αρκετά σταθερά, συστήνεται η συντηρητική αντιμετώπιση τους, που συνδυάζεται με συστηματική παρακολούθηση, ώστε να μην υπάρξει επιδείνωση ή παρεκτόπιση τους. Επίσης, σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ,ιδίως σε μη περιπατητικούς ασθενείς, η υγεία των οποίων ενδέχεται να επηρεαστεί από οποιαδήποτε μορφή αναισθησίας, η χειρουργική επέμβαση αποφεύγεται.
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η θεραπεία των καταγμάτων ισχίου γίνεται κατά κανόνα με χειρουργική επέμβαση, εξατομικευμένα και όσο πιο άμεσα γίνεται.
Τα υποκεφαλικά κατάγματα σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως σε νεαρή ηλικία και όταν δεν είναι παρεκτοπισμένα ιδιαιτέρως, αντιμετωπίζονται µε τη μέθοδο της κοχλίωσης µε αυλοφόρες βίδες (cannulated screws), οι οποίες τοποθετούνται διαδερµικά. Η πλειονότητα των υποκεφαλικών καταγμάτων αντιμετωπίζονται με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές αρθροπλαστικής του ισχίου, ανάλογα την ηλικία και τη γενική κατάσταση του ασθενή.
Τα διατροχαντήρια και τα υποτροχαντήρια κατάγματα αντιμετωπίζονται πλέον με κλειστή ανάταξη και οστεοσύνθεση με ήλους τελευταίας γενιάς τύπου G-Nail . Πρόκειται για επέμβαση που διαρκεί λιγότερο από μια ώρα και η οποία έχει ως βασικό της πλεονέκτημα την ελαχιστοποίηση του χειρουργικού τραύματος και της απώλειας αίματος.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση του κατάγματος ισχίου πραγματοποιείται με βάση την κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με τις ακτινογραφίες λεκάνης και μηριαίου ή/και αν ο γιατρός κρίνει απαραίτητο, σπάνια πάντως, με τη χρήση μαγνητικής ή αξονικής τομογραφίας.
Ποιοι είναι οι μέθοδοι θεραπείας;
Ο χειρουργός ορθοπαιδικός προτείνει την πιο αποτελεσματική θεραπεία λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη θέση του κατάγματος, την ηλικία, την κατάσταση της υγείας, καθώς και το ιατρικό ιστορικό του ασθενή.
Στην συντριπτική πλειοψηφία τα κατάγματα ισχίου αντιμετωπίζονται με χειρουργική θεραπεία.
Στην περίπτωση συγκεκριμένων καταγμάτων που θεωρούνται αρκετά σταθερά, συστήνεται η συντηρητική αντιμετώπιση τους, που συνδυάζεται με συστηματική παρακολούθηση, ώστε να μην υπάρξει επιδείνωση ή παρεκτόπιση τους. Επίσης, σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ,ιδίως σε μη περιπατητικούς ασθενείς, η υγεία των οποίων ενδέχεται να επηρεαστεί από οποιαδήποτε μορφή αναισθησίας, η χειρουργική επέμβαση αποφεύγεται.
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η θεραπεία των καταγμάτων ισχίου γίνεται κατά κανόνα με χειρουργική επέμβαση, εξατομικευμένα και όσο πιο άμεσα γίνεται.
Τα υποκεφαλικά κατάγματα σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως σε νεαρή ηλικία και όταν δεν είναι παρεκτοπισμένα ιδιαιτέρως, αντιμετωπίζονται µε τη μέθοδο της κοχλίωσης µε αυλοφόρες βίδες (cannulated screws), οι οποίες τοποθετούνται διαδερµικά. Η πλειονότητα των υποκεφαλικών καταγμάτων αντιμετωπίζονται με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές αρθροπλαστικής του ισχίου, ανάλογα την ηλικία και τη γενική κατάσταση του ασθενή.
Τα διατροχαντήρια και τα υποτροχαντήρια κατάγματα αντιμετωπίζονται πλέον με κλειστή ανάταξη και οστεοσύνθεση με ήλους τελευταίας γενιάς τύπου G-Nail . Πρόκειται για επέμβαση που διαρκεί λιγότερο από μια ώρα και η οποία έχει ως βασικό της πλεονέκτημα την ελαχιστοποίηση του χειρουργικού τραύματος και της απώλειας αίματος.
Μετεγχειρητική αποκατάσταση
Ο συνδυασμός τεχνικών ελάχιστης επεμβατικότητας με τα πρωτόκολλα γρήγορης αποκατάστασης μπορεί να βοηθήσουν τον ασθενή να σηκωθεί και να περπατήσει εντός 4-5 ωρών από το χειρουργείο.
Έτσι, επιτυγχάνεται η βέλτιστη και ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση του ασθενούς. Παράλληλα, ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος επιπλοκών και αυξάνονται κατακόρυφα οι πιθανότητες ο ασθενής να επιστρέψει στην πρότερη κινητική δραστηριότητα και καθημερινότητά του.
Πως μπορούν να προληφθούν τα κατάγματα ισχίου;
Δεν είναι δυνατό να προληφθούν όλα τα κατάγματα. Είναι όμως δυνατό με κατάλληλη άσκηση και διατροφή να διατηρηθούν τα οστά γερά, ώστε να είναι λιγότερο ευαίσθητα σε βλάβες και κακώσεις.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη σωστή διατροφή, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων που είναι πλούσια σε ασβέστιο και βιταμίνη D, όπως επίσης με τη συχνή άσκηση και τη μυϊκή ενδυνάμωση.
Εξίσου σημαντικό είναι η εργονομία του οικιακού περιβάλλοντος και η διόρθωση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων με συμβουλές και οδηγίες από τους ειδικούς γιατρούς (νευρολόγους, παθολόγους, ΩΡΛ) και από τους φυσικοθεραπευτές.
Επίσης, θεμελιώδης σημασίας είναι ο έλεγχος της οστεοπόρωσης με μέτρηση της οστικής πυκνότητας.
Ο συνδυασμός όλων αυτών θα εξασφαλίσουν στην κατηγορία αυτή των συμπολιτών μας μια ασφαλέστερη και πιο ποιοτική ζωή.