Ο “παγωμένος ώμος” ή αλλιώς συμφυτική θυλακίτιδα, είναι μια πάθηση κατά την οποία μειώνεται η δυνατότητα της κίνησης της άρθρωσης του ώμου με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική δυσκαμψία.
Εμφανίζεται συχνότερα σε ανθρώπους ηλικίας μεταξύ 40 και 60 ετών, ενώ δείχνει μια προτίμηση στις γυναίκες.
Η κύρια κλινική εκδήλωση της συμφυτικής θυλακίτιδας είναι η έντονη δυσκαμψία της άρθρωσης σε συνδυασμό με οξύ πόνο.
.
Ο “παγωμένος ώμος” αναπτύσσεται σε τρία στάδια:
1. Πρώτο στάδιο
Στο στάδιο του «παγώματος», που συνήθως διαρκεί από 6 έως 9 μήνες, σταδιακά ο πόνος αυξάνεται. Καθώς ο πόνος χειροτερεύει, η κινητικότητα της άρθρωσης αρχίζει να περιορίζεται.
2. Δεύτερο στάδιο
Ο πόνος βελτιώνεται σε αυτό το στάδιο αλλά η δυσκαμψία παραμένει. Κατά τη διάρκεια των 4 με 6 μηνών αυτού του σταδίου, ο ασθενής μπορεί να δυσκολευτεί πολύ με τις καθημερινές του δραστηριότητες.
3. Τρίτο στάδιο
Η κίνηση του ώμου σταδιακά βελτιώνεται. Η πλήρης επιστροφή στη φυσιολογική δύναμη και κίνηση του ώμου συνήθως διαρκεί από 4 ή 6 μήνες έως 2 ή 3 χρόνια.
Αίτια
Τα αίτια του παγωμένου ώμου δεν έχουν γίνει πλήρως κατανοητά. Μερικοί παράγοντες, ωστόσο, αυξάνουν τον κίνδυνο για την ανάπτυξη της πάθησης:
- Διαβήτης. Ο “παγωμένος ώμος” εμφανίζεται πολύ πιο συχνά σε ασθενείς με διαβήτη. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι άγνωστος. Επιπρόσθετα, οι ασθενείς με διαβήτη τείνουν να έχουν εντονότερα και μεγαλύτερης διάρκειας συμπτώματα.
- Άλλες ασθένειες. Άλλα ιατρικά προβλήματα που συνδέονται με τον “παγωμένο ώμο” περιλαμβάνουν τον υποθυρεοειδισμό, τον υπερθυρεοειδισμό, τη νόσο του Πάρκινσον και καρδιακές ασθένειες.
- Ακινητοποίηση. Ο “παγωμένος ώμος” μπορεί να αναπτυχθεί μετά από περίοδο ακινητοποίησης του ώμου λόγω εγχείρησης, κατάγματος ή άλλου τραυματισμού. Γι’ αυτό και οι ασθενείς παροτρύνονται να αποφεύγουν την ακινησία του χεριού μετά από τέτοια περιστατικά.
Διάγνωση
Η διάγνωση είναι κυρίως κλινική.
Οι εργαστηριακές εξετάσεις και ο ακτινολογικός έλεγχος είναι απαραίτητα για τον αποκλεισμό άλλων παθήσεων. Η μαγνητική τομογραφία δε χρειάζεται, αλλά επιβεβαιώνει τη διάγνωση.
Θεραπεία
Η θεραπεία εστιάζει στον έλεγχο του πόνου και την αποκατάσταση της κίνησης και της δύναμης του ώμου.
Οι περισσότεροι ασθενείς με “παγωμένο ώμο” παρουσιάζουν βελτίωση με σχετικά απλές θεραπείες:
- Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Φάρμακα όπως ασπιρίνη και ιβουπροφαίνη μειώνουν τον πόνο και το πρήξιμο.
- Ενέσεις στεροειδών. Η κορτιζόνη είναι ένα ισχυρό αντιφλεγμονώδες φάρμακο το οποίο χορηγείται ενέσιμα απευθείας στην άρθρωση του ώμου.
- Διάταση του αρθρικού θυλάκου με φυσιολογικό ορό. Η κορτιζόνη είναι ένα ισχυρό αντιφλεγμονώδες φάρμακο το οποίο χορηγείται ενέσιμα απευθείας στην άρθρωση του ώμου.
- Φυσικοθεραπεία. Σκοπός είναι η αποκατάσταση του εύρους κίνησης. Περιλαμβάνει διατάσεις και ασκήσεις εύρους κίνησης για τον ώμο. Κάποιες φορές χρησιμοποιείται θερμότητα με σκοπό τη χαλάρωση του ώμου πριν από τις διατάσεις.
Χειρουργική Επέμβαση
Αν οι παραπάνω πρακτικές δε βοηθήσουν στη μείωση των συμπτωμάτων, τότε ο ασθενής μπορεί να συζητήσει με το γιατρό του για το ενδεχόμενο επέμβασης.
Το χειρουργείο συνήθως πραγματοποιείται στο δεύτερο στάδιο της πάθησης. Στόχος είναι η βελτίωση στο εύρος της κίνησης του ώμου, καθώς και η άμεση ανακούφιση από τον πόνο. Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες μέθοδοι είναι οι χειρισμοί υπό αναισθησία και η αρθροσκόπηση ώμου.
Χειρισμοί υπό αναισθησία. Με τον ασθενή υπό αναισθησία, πραγματοποιείται κινητοποίηση του ώμου με σκοπό τη λύση των συμφύσεων.
Αρθροσκόπηση ώμου. Κατά τη διάρκειά της, γίνεται άμεση επισκόπηση των συμφύσεων και λύση τους με ειδικά σχεδιασμένα εργαλεία.
Η παραμονή στο νοσοκομείο είναι για ένα βράδυκαι ακολουθεί πρόγραμμα αποκατάστασης,καθώς η κινησιοθεραπεία είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί το εύρος κίνησης που έχει ανακτηθεί μετά την επέμβαση.